- μεγαλοφώνου
- μεγαλόφωνοςloudvoicedmasc/fem/neut gen sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
υψηχής — ές, Α 1. (για τα άλογα τής Ήρας) αυτός που χλιμιντρίζει δυνατά με τεντωμένη την κεφαλή προς τα πάνω 2. το ουδ. ως ουσ. τὸ ὑψηχές μτφ. η ιδιότητα τού υψηλόφωνου, τού μεγαλόφωνου («τὸ ύψηχές τῶν λόγων», Φιλόστρ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < ὕψι «ψηλά» + ηχής… … Dictionary of Greek